- εὐανάλωτος
- εὐανά-λωτος, ον, dub.l. in Antyll. ap. Orib.10.2.2 (εὐανάδοτος Daremb.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευανάλωτος — εὐανάλωτος, ον (Α) αυτός που αναλίσκεται, ξοδεύεται εύκολα, ο ευκολοξόδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά λωτος (< αν αλίσκομαι «ξοδεύομαι»)] … Dictionary of Greek
εὐανάλωτον — εὐανάλωτος masc/fem acc sg εὐανάλωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)